- σούρωμα
- το, Ν [σουρώνω]1. διήθηση, στράγγισμα2. πτύχωση3. μεθύσι, σούρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σούρωμα — το 1. στράγγισμα. 2. ζάρωμα υφάσματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ήθηση — η (Α ἤθησις) [ηθώ] η ενέργεια τού ηθώ, αποστράγγιση, διύλιση, στράγγισμα, σούρωμα αρχ. (για πέτρες) 1. καθάρισμα, τρίψιμο, λείανση («ἠθήσιος τῶν λίθων», επιγρ.) 2. κοσκίνισμα, καθαρισμός μεταλλεύματος … Dictionary of Greek
αποσούρωμα — το ό,τι μένει στο σουρωτήρι μετά το σούρωμα … Dictionary of Greek
ηθητήριος — α, ο (Α ἠθητήριος, ον) [ηθητήρας] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή χρησιμεύει στη διήθηση, στη στράγγιση, στο σούρωμα αρχ. το ουδ. ως ουσ. τo ἠθητήριον ο ηθητήρας, ο ηθμός, το στραγγιστήρι, το σουρωτήρι («ἐν ἠθητηρίοις πλεκτοῑς», Στράβ.) … Dictionary of Greek
ηθμός — ο (AM ἠθμός, Α αττ. τ. ἡθμός) νεοελλ. 1. κάθε μέσον που χρησιμοποιείται για διήθηση, για στράγγισμα, για σούρωμα, διυλιστήριο, στραγγιστήρι, σουρωτήρι, φίλτρο 2. χημ. πορώδες σώμα διά μέσου τού οποίου διαβιβάζεται ένα ρευστό, προκειμένου να… … Dictionary of Greek
σείρωμα — το, Ν [σειρώνω] το σούρωμα … Dictionary of Greek
σούρα — Όνομα αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Κοίλης Συρίας, χτισμένη στις όχθες του Ευφράτη, έδρα της 16ης ρωμαϊκής λεγεώνας. Καταστράφηκε από τον Χοσρόη, αλλά ξαναχτίστηκε από τον Ιουστινιανό. Ταυτίζεται με τη σημερινή πόλη Χαμάμ. 2. Πόλη της Μ. Ασίας, στα … Dictionary of Greek
φιλτράρισμα — το, Ν [φιλτράρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φιλτράρω, διήθηση, σούρωμα … Dictionary of Greek
πτύχωση — η ο σχηματισμός πτυχών, το σούρωμα, το ζάρωμα: Πτυχώσεις της γης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στράγγιση — στράγγιση, η και στράγγισμα, το 1. αφαίρεση υγρού. 2. διύλιση, σούρωμα. 3. καταπόνηση, εξάντληση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)